καλοδιδάσκαλος
From LSJ
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
English (LSJ)
ὁ,
A teacher of virtue, Ep.Tit.2.3.
German (Pape)
[Seite 1312] ὁ, ein guter Lehrer, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰλοδιδάσκαλος: ὁ, διδάσκαλος ἀρετῆς, Ἐπιστ. π. Τίτον β΄, 3.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui enseigne le bien, professeur de vertu.
Étymologie: καλός, διδάσκαλος.
English (Strong)
from καλός and διδάσκαλος; a teacher of the right: teacher of good things.