κακόπους

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόπους Medium diacritics: κακόπους Low diacritics: κακόπους Capitals: ΚΑΚΟΠΟΥΣ
Transliteration A: kakópous Transliteration B: kakopous Transliteration C: kakopous Beta Code: kako/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,

   A with bad feet, ἵππος X.Mem.3.3.4, Eq.1.2; εὔπτερα μέν, κακόποδα δέ Arist.HA487b26.

German (Pape)

[Seite 1302] ποδος, mit schlechten, schwachen oder häßlichen Füßen; Xen. de re equ. 1, 2 Mem. 3, 3, 4; Arist. H. A. 1, 1.

French (Bailly abrégé)

ποδος (ὁ, ἡ)
qui a de vilains pieds ou des pieds faibles.
Étymologie: κακός, πούς.

Greek Monolingual

κακόπους, ό, ή, ουδ. κακόπουν (Α)
αυτός που έχει αδύνατα ή άσχημα πόδια («κακόπους ἱππος», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ορθό-πους, στερεό-πους].