καταφαυλίζω
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
A depreciate, Plu.Alex.28.
Greek (Liddell-Scott)
καταφαυλίζω: φαῦλον εὐτελές, ποταπὸν λέγω τι, καταφρονῶ, ὑποτιμῶ, καταφαυλίζων μου τὸ δεῖπνον Πλουτ. Ἀλέξ. 28, Εὐμάθ. 445.
French (Bailly abrégé)
rendre mauvais ou méprisable, déprécier.
Étymologie: κατά, φαυλίζω.
Greek Monolingual
καταφαυλίζω (Α)
χαρακτηρίζω κάτι ως ευτελές, ασήμαντο, καταφρονώ, μιλώ περιφρονητικά για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φαυλίζω «θεωρώ κάτι ευτελές, υποτιμώ].