κέντωρ
From LSJ
οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A goader, driver, κέντορες ἵππων Il.4.391, 5.102, cf. APl.4.358; κ. παρδαλίων AP7.578 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1419] ορος, ὁ, der Stachler, ἵππων, Antreiber, Il. 4, 391. 5, 102 u. sp. D., wie Ep. athl. stat. 29 (Plan. 368); παρδαλίων Agath. 92 (VII, 578); bei Nonn. Io. 19, 191 auch fem., ἡ κέντωρ λόγχη.
Greek (Liddell-Scott)
κέντωρ: -ορος, ὁ, ὁ κεντῶν, ἡνίοχος, κέντορες ἵππων Ἰλ. Δ. 391, Ε. 102, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 358. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., κεντῶν, διατρυπῶν, κέντορι λόγχῃ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 19. 37· μύθῳ αὐτόθι 8. 150 (278).
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
qui pique de l’aiguillon, qui aiguillonne.
Étymologie: κεντέω.
English (Autenrieth)
ορος: goader; κέντορες ἵππων, epith. of Cadmaeans and Trojans. (Il.)