κτίσμα
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
ατος, τό,
A colony, foundation, Call.Aet.Oxy.2080.77; Παρίων Str.7.5.5, cf. D.H.1.59; Λακωνικὸν κ. Str.5.3.6; also, of a temple, J.BJ2.6.1: generally, building, PSI1.84.8 (pl., iv/v A.D.). 2 = κτίσις 11, LXX Wi.9.2 (pl.), 3 Ma.5.11, Ep.Jac.1.18. II = κτίσις 1.1, Eust.1382.50.
German (Pape)
[Seite 1520] τό, das Gegründete, Gebau'te, die Gründung, von Städten, Strab. VII. 315 u. A. – Das Geschaffene, die Creatur, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
κτίσμα: τό, (κτίζω) τόπος κτισθεὶς ἢ ἀποικισθείς, ἀποικία, Κνιδίων κτίσμα Στράβ. 315, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 59˙ Λακωνικὸν κτ. Στράβ. 233. 2) = κτίσις ΙΙ. 2, Ἐπιστ. Ἰακώβ. α΄, 18. ΙΙ. = κτίσις Ι. 1, Εὐστ. 1382. 50.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 fondation, établissement;
2 créature.
Étymologie: κτίζω.
English (Strong)
from κτίζω; an original formation (concretely), i.e. product (created thing): creature.