μαζός
From LSJ
Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
English (LSJ)
A v. μαστός. II = μάξεινος, Epich.69.
Greek (Liddell-Scott)
μαζός: -οῦ, ὁ, «βυζί»· ἴδε ἐν λέξ. μαστός. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος, μαζίνης, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
sein :
1 sein de l’homme;
2 sein de femme;
3 cabillaud, poisson.
Étymologie: R. Μαδ, être plein de sève ; cf. lat. madeo.