μεμηχανημένως
From LSJ
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
English (LSJ)
Adv., (μηχανάομαι)
A by stratagem, E.Ion809.
German (Pape)
[Seite 129] listiger Weise, Eur. Ian 809.
Greek (Liddell-Scott)
μεμηχᾰνημένως: Ἐπίρρ., (μηχανάομαι) διὰ στρατηγήματος, Εὐρ. Ἴων 809.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec fourberie.
Étymologie: μεμηχανημένος, part. pf. de μηχανάομαι.
Greek Monolingual
μεμηχανημένως (Α)
επίρρ. με πανούργο τρόπο, δόλια («μεμηχανημένως ὑβριζόμεθα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεμηχανημένος, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. μηχανῶμαι].