νοόπληκτος

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοόπληκτος Medium diacritics: νοόπληκτος Low diacritics: νοόπληκτος Capitals: ΝΟΟΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: noóplēktos Transliteration B: nooplēktos Transliteration C: noopliktos Beta Code: noo/plhktos

English (LSJ)

ον,

   A palsying the mind, μέθη AP6.71 (Paul. Sil.).

Greek (Liddell-Scott)

νοόπληκτος: -ον, ὁ τὸν νοῦν παραλύων, μέθη Ἀνθ. Π. 6. 71.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui frappe ou trouble la raison.
Étymologie: νόος, πλήσσω.

Greek Monolingual

νοόπληκτος, -ον (Α)
αυτός που πλήττει, που παραλύει τον νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. καρδιό-πληκτος, φρενό-πληκτος].