ὀροδαμνίς
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Dim. of ὀρόδαμνος,
A sprig, spray, Theoc.7.138.
German (Pape)
[Seite 385] ίδος, ἡ, dim. von ὀρόδαμνος, Theocr. 7, 138.
Greek (Liddell-Scott)
ὀροδαμνίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ ὀρόδαμνος, κλαδίσκος, κλωνάριον, Θεόκρ. 7. 138.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
dim. de ὀρόδαμνος.