σχενδύλη
From LSJ
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
German (Pape)
[Seite 1054] ἡ, = σχένδυλα.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
sorte de tenailles de charpentier.
Étymologie: σχεῖν.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
βλ. σχένδυλα.