οἰκοποιός
From LSJ
English (LSJ)
όν,
A constituting a house, οὐδ' ἔνδον οἰ. ἐστί τις τροφή the comforts of a house, S.Ph.32. II -ποιός, ὁ, structor, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοποιός: -όν, ὁ ἀποτελῶν τὸν οἶκον, ὁ καθιστῶν μέρος τι οἰκήσιμον, οὐδ’ ἔνδον οἰκ. ἐστί τις τροφή; δὲν ὑπάρχουσιν ἐντὸς τὰ πρὸς κατοικίαν χρήσιμα; Σοφ. Φ. 32 (Bgk. ἐστ’ ἐπιστροφή).
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui rend (une caverne) habitable.
Étymologie: οἶκος, ποιέω.
Greek Monolingual
οἰκοποιός, -όν (Α)
1. αυτός που κάνει έναν τόπο κατοικήσιμο
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ οἰκοποιός
οικοδόμος, κτίστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -ποιος].