ὀκταμηνιαῖος

From LSJ
Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκταμηνῐαῖος Medium diacritics: ὀκταμηνιαῖος Low diacritics: οκταμηνιαίος Capitals: ΟΚΤΑΜΗΝΙΑΙΟΣ
Transliteration A: oktamēniaîos Transliteration B: oktamēniaios Transliteration C: oktaminiaios Beta Code: o)ktamhniai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A of eight months, ἀνοχαί D.S.14.38 ; χρόνος POxy.1627.9 (iv A.D.) ; eight months old, Ar. Byz.Epit.77.18.

German (Pape)

[Seite 317] = Folgdm, Plut. plac. phil. 5, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτᾰμηνῐαῖος: -α, -ον, ὁ ἐξ ὀκτὼ μηνῶν συνιστάμενος, ἀνοχαὶ Διόδ. 14. 38· ὁ κατὰ τὸν ὄγδοον μῆνα γεννηθείς, βρέφος Ἀλεξ. Ἀφροδ. Προβλ. 2. 47.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui se passe ou arrive le 8ᵉ mois;
2 qui dure huit mois, de huit mois.
Étymologie: ὀκτώ, μήν².

Greek Monolingual

και οχταμηνιαίος, -α, -ο (Α ὀκταμηνιαῑος και ὀκτωμηνιαῑος, -α, -ον) οκτάμηνος
1. αυτός που αποτελείται από οκτώ μήνες («ὀκταμηνιαῑος χρόνος», πάπ.)
2. αυτός που έχει ηλικία οκτώ μηνών, οκτάμηνος.