ὄναγρος

From LSJ
Revision as of 21:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄναγρος Medium diacritics: ὄναγρος Low diacritics: όναγρος Capitals: ΟΝΑΓΡΟΣ
Transliteration A: ónagros Transliteration B: onagros Transliteration C: onagros Beta Code: o)/nagros

English (LSJ)

ὁ,

   A = ὄνος ἄγριος, the wild ass, LXXPs.103(104).11, Str.7.4.8, Babr.67.1, Artem.4.56 ; θῆλυς ὄ. Opp.C.3.216 ; title of the Greek original of Plautus' Asinaria, Prolog.10 (v.l. Onagos).    II a kind of catapult, = μονάγκων, Procop.Goth.1.21, Lyd.Mag.1.46, Amm. Marc.23.4.7.

German (Pape)

[Seite 344] ὁ, d. i. ὄνος ἄγριος, der wilde Esel, Waldesel, Sp. für ὄνος ἄγριος. – Auch eine Wurfmaschine, die sonst auch μονάγκων heißt, Suid. Vgl. Lob. Phryn. 382.

Greek (Liddell-Scott)

ὄναγρος: ὁ, = ὄνος ἄγριος, Στράβ. 312, Βάβρ. 67. 1. ΙΙ. μηχανή τις ἐπιτηδεία εἰς βολάς, Προκόπ., «ὄναγροι μηχανήματα, οἱ λεγόμενοι ἅρπαγες, οἵ γε ἁρπάζειν τοὺς προσιόντας ἐπιβαλλόμενοι εἶχον» Σουΐδ., Ἀμμιανὸς Μαρκελλῖνος 34. 4, 7.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
âne sauvage, onagre, animal.
Étymologie: ὄνος, ἄγριος.

Greek Monotonic

ὄναγρος: ὁ, = ὄνος ἄγριος, γάιδαρος που ζει σε άγρια κατάσταση, σε Στράβ., Βάβρ.