Παλαίμων

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πᾰλαίμων Medium diacritics: Παλαίμων Low diacritics: Παλαίμων Capitals: ΠΑΛΑΙΜΩΝ
Transliteration A: Palaímōn Transliteration B: Palaimōn Transliteration C: Palaimon Beta Code: *palai/mwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, Palaemon, a sea-god friendly to the shipwrecked, E.IT271, Lyc.229; also epith. of Heracles, Id.663, Hsch.: —hence Πᾰλαιμόνιον, τό,

   A temple of Palaemon, IG4.203 (Corinth).

Greek (Liddell-Scott)

Πᾰλαίμων: -ονος, ἀρσ. κύρ. ὄνομα, ἐπώνυμον τοῦ Μελικέρτου υἱοῦ τῆς Ἰνοῦς, ὅστις ἐλατρεύετο ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦτο ὡς θαλάσσιος θεὸς προστάτης τῶν ναυαγῶν (πρβλ. Οὐεργιλ. Γεωργ. 1. 437, Αἰν. 5. 823), ἐν τῇ Λατ. λέγεται καὶ Portunus, Εὐρ. Ι. Τ. 271, Λυκόφρ. 228· ὡσαύτως ἐπώνυμον τοῦ Ἡρακλέους, ὁ αὐτ. 663, Ἡσύχ.· - Πᾰλαιμόνιον, τό, ὁ ναὸς τοῦ Παλαίμονος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1104. (Πιθαν. ἐκ τοῦ παλαίω).

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ) :
Palæmon :
1 surn. de Mélikertès;
2 surn. d’Héraklès.
Étymologie: παλαίω.

Greek Monolingual

(II)
Παλαίμων, -ονος, ὁ (Α)
θεός που λατρευόταν κατά την αρχαιότητα ως προστάτης τών ναυαγών
2. προσωνυμία του Ηρακλέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. παλαιμονώ].