πανάμωμος
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
ον,
A all-blameless, Simon.5.17.
German (Pape)
[Seite 456] ganz untadelhaft, Simonds. bei Plat. Prot. 345 c u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνάμωμος: -ον, ὅλως ἄμωμος, πάναγνος, Σιμωνίδ. 8.17 (Scneidew. 12. 19).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait sans reproches.
Étymologie: πᾶν, ἄμωμος.
Greek Monolingual
πανάμωμος, -ον (ΑΜ)
καθ' όλα άψογος, εντελώς ανεπίληπτος, πάναγνος
μσν.
το θηλ. μία από τις τιμητικές προσωνυμίες της Θεοτόκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄμωμος.