παρακαταπήγνυμι
From LSJ
English (LSJ)
A drive in alongside, σταυρούς Th.4.90; ξύλα μακρά Thphr.HP8.3.2.
German (Pape)
[Seite 481] (s. πήγνυμι), daneben, dabei befestigen; σταυροὺς παρακαταπηγνύντας, Thuc. 4, 90; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
παρακαταπήγνυμι: ἐμπήγω κατὰ σειράν, ἐκ παραλλήλου, σταυροὺς παρακαταπηγνύντας Θουκ. 4. 90· ἐὰν παρακαταπήξῃ τις ξύλα μακρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 2.
French (Bailly abrégé)
ficher auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, καταπήγνυμι.
Greek Monolingual
Α
μπήγω κάτι κοντά σε άλλο στη σειρά («σταυροὺς παρακαταπηγνύοντες», Θουκ.).