παρεκχέω

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

   A pour out by degrees, ἔκ τινος εἴς τι κατὰ σταγόνα S.E.M.7.90 :—Pass., Gal. 18(2).447 ; of rivers and lakes, overflow, Str.16.2.33, D.S.5.47 ; also π. εἰς πιμελώδη ὄγκον become obese, Sor.1.32.

German (Pape)

[Seite 514] (s. χέω), daneben od. auf die Seite ausgießen, ἐκ θατέρου εἰς θάτερον κατὰ σταγόνα, S. Emp. adv. math. 7, 90; im pass. sich daneben ergießen, austreten, z. B. vom Nil, Strab. XVI, 760; τὸ ῥεῦμα παρεκχυθέν, D. Sic. 5, 47.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκχέω: μέλλ. -χεῶ, ἐκχύνω βαθμηδόν, ἔκ τινος εἴς τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 90. - Παθ., ἐπὶ ποταμῶν καὶ λιμνῶν, ἐκχειλίζω, Στράβ. 760, Ἡρόδ. 5. 47.

French (Bailly abrégé)

épancher auprès, de côté ou au delà ; Pass. s’épancher auprès, déborder (fleuve).
Étymologie: παρά, ἐκχέω.

Greek Monolingual

Α εκχέω
1. εκχέω, χύνω λίγο λίγο
2. μέσ.
παρεκχέομαι
(για ποταμούς και λίμνες) εκχειλίζω, ξεχειλίζω, πλημμυρίζω
3. ιατρ. γίνομαι παχύς, παχύσαρκος.