πίννα

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)

Source

German (Pape)

[Seite 617] und πίννη, ἡ, die Steck- oder Steckmuschel, die sich im Meeresgrunde mit einer Art seidener Fäden befestigt (s. Folgds); eine Art derselben soll auch die orientalischen Perlen erzeugen, Arist. H. A. 5, 15; Ath. III, 89 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πίννα: καὶ πίννη, ἡ, τὸ γνωστὸν δίθυρον ὀστρακόδερμον μετὰ μακροῦ ὀστράκου καὶ μεταξώδους πώγωνος· τῆς πίννης διάφορα εἴδη εὕρηνται ἐν τῇ Μεσογ. Θαλάσσῃ συχνάκις μνημονευόμενα ὡς ἔδεσμα ἐξαίρετον, παρὰ τοῖς Κωμ. ποιηταῖς, π. χ. παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Ἀρχιλόχοις» 5, Φιλυλλ. ἐν «Πόλεσι» 1· περιγράφεται ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. ἐν τῷ π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 6 κἑξ., 5. 15, 17, κτλ.· πρβλ. πιννοτήρης, -φύλαξ· τὸν πώγωνα αὐτῆς μετεχειρίζοντο ὡς μέταξαν, πρβλ. πιννικός· εἶδός τι αὐτῶν παράγει μαργαρίτας, ἴδε Ἀθήν. 93Ε, πρβλ. πιννικόν. ― Φέρεται δι’ ἑνὸς ν, πῖνα, παρὰ τῷ Χοιροβοσκ. ἐν τοῖς Κραμ. Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 2, 250. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τόμ Α΄, σ. 15.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
pinne marine, coquillage ; pê nacre.
Étymologie: DELG prob. mot méditerranéen.

Greek Monolingual

και πίνα και πίνη, η, ΝΜΑ
γένος μεγαλόσωμων μαλακίων, με τριγωνικό και επίμηκες όστρακο που έχει αιχμηρό κλείθρο και καλύπτεται με μεγάλα λέπια σε ευθύγραμμές σειρές, ενώ ο βύσσος του αποτελείται από πάμπολλα λεπτά επιμήκη νημάτια σαν μετάξι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. η λ. είναι μεσογειακής προέλευσης. Η σύνδεση της με το εβρ. penin θεωρείται αμφίβολη. Τα χειρόγραφα παραδίδουν γενικά τη λ. με δύο -νν- ενώ, οι πάπυροι και οι επιγραφές με ένα -ν-].