τυμπανοειδής
From LSJ
English (LSJ)
ές,
A like a drum, Arist.Cael.293b34, D.L.9.30 (Cobet, for -ῶδες), Placit. 3.10.4.
Greek (Liddell-Scott)
τυμπᾰνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τύμπανον, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 13, 9, Διογ. Λ. 9. 30.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui ressemble à un tambour.
Étymologie: τύμπανον, εἶδος.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
όμοιος με τύμπανο, αυτός που έχει σχήμα τυμπάνου
νεοελλ.
πολύ διογκωμένος, φουσκωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + -ειδής].