πολυκήτης

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκήτης Medium diacritics: πολυκήτης Low diacritics: πολυκήτης Capitals: ΠΟΛΥΚΗΤΗΣ
Transliteration A: polykḗtēs Transliteration B: polykētēs Transliteration C: polykitis Beta Code: polukh/ths

English (LSJ)

ες,

   A full of monsters, Νεῖλος Theoc.17.98.

German (Pape)

[Seite 664] ες, mit vielen Seeungeheuern, großen Seefischen, Theocr. 17, 98.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκήτης: -ες, πλήρης κητῶν, τεράτων, Νεῖλος Θεόκρ. 17. 98.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
abondant en poissons monstrueux.
Étymologie: πολύς, κῆτος.

Greek Monolingual

-ύκητες, Α
(ποιητ. τ.) (για λίμνη, ποταμό, θάλασσα) αυτός που έχει πολλά κήτη («πολυκήτεα Νεῑλον ἐπεμβάς... ἐστάσατο κώμαις», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κήτης (< κῆτος, τὸ), πρβλ. μεγα-κήτης].