πορνικός

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορνικός Medium diacritics: πορνικός Low diacritics: πορνικός Capitals: ΠΟΡΝΙΚΟΣ
Transliteration A: pornikós Transliteration B: pornikos Transliteration C: pornikos Beta Code: porniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for harlots, εἶδος LXX Pr.7.10, cf.AP12.7 (Strat.); of planetary influences, Vett. Val.17.31; π. τέλος the tax paid by brothel-keepers, Aeschin.1.119; οἱ π. libertines, Cat.Cod.Astr.2.166.

German (Pape)

[Seite 684] hurerisch, Sp.; – τέλος, Abgabe, welche die Huren geben mußten, Aesch. 1, 119; – auch adv. πορνικῶς, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πορνικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πόρνας, Ἀνθ. Π. 12. 7· π. τέλος, ὁ φόρος ὃν ἐπλήρωνον οἱ διατηροῦντες πορνεῖα, Αἰσχίν. 16. 44· πρβλ. πορνοτελώνης.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de prostituée.
Étymologie: πόρνη.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πορνικός, -ή, -όν, ΝΑ πόρνη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πόρνη ή αυτός που χαρακτηρίζει την πόρνη
2. ασελγής, λάγνος
αρχ.
1. (σχετικά με πλανητική επίδραση) αυτός που ξυπνάει ερωτικό πόθο
2. φρ. «πορνικὸν τέλος» — ο φόρος που πλήρωναν αυτοί που είχαν πορνείο.