προαπηγέομαι
From LSJ
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
English (LSJ)
Ion. for προαφ-.
German (Pape)
[Seite 708] dep. med., ion. statt προαφηγέομαι, Her. 3, 138.
Greek (Liddell-Scott)
προαπηγέομαι: προαπικνέομαι, Ἰων. ἀντὶ προαφ-.
French (Bailly abrégé)
ion. c. προαφηγέομαι.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. προαφηγοῡμαι.