πωλομάχος

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωλομάχος Medium diacritics: πωλομάχος Low diacritics: πωλομάχος Capitals: ΠΩΛΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: pōlomáchos Transliteration B: pōlomachos Transliteration C: polomachos Beta Code: pwloma/xos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A won in the chariot-race (cf. πωλικός 1), νίκη AP15.50.

German (Pape)

[Seite 827] zu Roß oder zu Wagen kämpfend, νίκη, Ep. ad. (XV, 50).

Greek (Liddell-Scott)

πωλομάχος: [ᾰ], -ον, ὁ ἀπὸ πώλου ἢ ἅρματος μαχόμενος, Νίκη Ἀνθ. Π. 15. 50.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui combat d’un char attelé de jeunes chevaux ; LSJ qui combat à cheval.
Étymologie: πῶλος, μάχομαι.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μάχεται πάνω σε πώλο ή σε άλογο ή σε άρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶλος «πουλάρι» + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ίππο-μάχος].