σκιαθίς

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐᾰθίς Medium diacritics: σκιαθίς Low diacritics: σκιαθίς Capitals: ΣΚΙΑΘΙΣ
Transliteration A: skiathís Transliteration B: skiathis Transliteration C: skiathis Beta Code: skiaqi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, an unknown fish (perh.

   A = σκίαινα), Epich.44.

German (Pape)

[Seite 898] ἡ, = σκίαινα, Epichartm. bei Ath. VII, 322 f.

French (Bailly abrégé)

[ῐᾰῐ] ίδος (ἡ),
c. σκίαινα, EPICH. fr. 28 Ahr.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
πιθ. η σκίαινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση του τ. με τη λ. σκίαινα «είδος ψαριού» δεν φαίνεται πιθανή. Ο τ., τέλος, λόγω της μορφής του έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το όνομα της νήσου Σκιάθου].