σιγᾷ
From LSJ
English (LSJ)
3sg. of σιγάω; or Dor. dat. of σιγή.
Greek (Liddell-Scott)
σῑγᾷ: γ΄ ἑνικ. τοῦ σιγάω· ἢ Δωρ. δοτ. τοῦ σιγὴ.
French (Bailly abrégé)
dat. sg. dor. de σιγή;
prés. ind. 3ᵉ sg. de σιγάω.
Greek Monolingual
(I)
Ν
επίρρ.
1. σε χαμηλό τόνο, χωρίς θόρυβο, χαμηλόφωνα («μίλα σιγά»)
2. με αργό ρυθμό, ήρεμα, αργά («τρώγε σιγά για να μην πνιγείς»)
3. φρ. «σιγά σιγά»
α) σταδιακά
β) με πολλή προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή, κατά το επίρρ. δυνατά].———————— (II)
ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. σιγή.