συμπρέπω

From LSJ
Revision as of 12:22, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπρέπω Medium diacritics: συμπρέπω Low diacritics: συμπρέπω Capitals: ΣΥΜΠΡΕΠΩ
Transliteration A: symprépō Transliteration B: symprepō Transliteration C: symprepo Beta Code: sumpre/pw

English (LSJ)

   A befit, beseem, βοὰ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει Pi.N.3.67, cf. Plu.Phil.11, Aristaenet.1.12.

German (Pape)

[Seite 990] schicklich übereinstimmen; Plut. Philop. 11; Aristaenet. 1, 12.

Greek (Liddell-Scott)

συμπρέπω: ἐμπρέπω, ἁρμόζω, βοὰ δὲ νικηφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει, «ἡ βοὴ τοῦ ὕμνου συμπρέπει τῷ νικηφόρῳ Ἀριστοκλείδᾳ» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 3. 119, πρβλ. Πλουτ. Φιλοπ. 11· σχῆμα συμπρέπων τῇ σωφροσύνῃ Ἀρισταίν. 1. 12.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
s’accorder avec, τινι.
Étymologie: σύν, πρέπω.

English (Slater)

συμπρέπω
   1befit βοὰ δὲ νικαφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει (N. 3.67)