συνδιαταλαιπωρέω

From LSJ
Revision as of 01:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιατᾰλαιπωρέω Medium diacritics: συνδιαταλαιπωρέω Low diacritics: συνδιαταλαιπωρέω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΤΑΛΑΙΠΩΡΕΩ
Transliteration A: syndiatalaipōréō Transliteration B: syndiatalaipōreō Transliteration C: syndiatalaiporeo Beta Code: sundiatalaipwre/w

English (LSJ)

   A endure hardship with or together, Pl.Cri. 45d.

German (Pape)

[Seite 1008] mit oder zugleich Mühsal, Unglück überstehen, Plat. Crit. 45 d.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιατᾰλαιπωρέω: ὑπομένω ταλαιπωρίας μετά τινος ἢ ὁμοῦ, συνδιαταλαιπωρεῖν καὶ τρέφοντα καὶ παιδεύοντα Πλάτ. Κρίτων 45D.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être également malheureux.
Étymologie: σύν, διά, ταλαιπωρέω.

Greek Monotonic

συνδιατᾰλαιπωρέω: μέλ. -ήσω, υπομένω ταλαιπωρίες μαζί ή μαζί με κάποιον, σε Πλάτ.