ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
[Seite 1129] adv., = πρόσθεν, Hom. S. πρόσθεν.
c. πρόσθεν.Étymologie: τό, πρόσθεν.
see πρόσθεν.