συγκατεσθίω

From LSJ
Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατεσθίω Medium diacritics: συγκατεσθίω Low diacritics: συγκατεσθίω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΕΣΘΙΩ
Transliteration A: synkatesthíō Transliteration B: synkatesthiō Transliteration C: sygkatesthio Beta Code: sugkatesqi/w

English (LSJ)

fut.

   A -έδομαι Ath.9.386e; also -φάγομαι LXX Is.9.18(17): pf. -εδήδοκα Plu.2.94a: aor. -έφᾰγον Jul. Mis.338c:—eat up, devour with or together, Plu.l.c., Thes.22, Mnesith. ap.Ath.8.357e, etc.; τοῖς ἄρτοις τὰς τρίχας Jul. l.c.

German (Pape)

[Seite 966] (s. ἐσθίω), mit aufessen, verzehren, Sp.; pert. bei Plut.am. mult. 3; συγκαταφαγεῖν, Thes. 22.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατεσθίω: μέλλ. -έδομαι, Ἀθήν. 386Ε· πρκμ. -εδήδοκα Πλούτ. 2. 94A· ἀόρ. -έφᾰγον· ― κατεσθίω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Πλούτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θησ. 22, Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 357E, κτλ.· τοῖς ἄρτοις τὰς τρίχας Ἰουλ. 338C.

French (Bailly abrégé)

f. συγκατέδομαι, ao.2 συγκατέφαγον, pf. συγκατεδήδοκα;
manger ensemble ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, κατεσθίω.

Greek Monolingual

μέλλ. συγκατέδομαι και συγκαταφάγομαι, Α κατεσθίω
τρώγω μαζί με κάποιον ή τρώγω πολλά μαζί («συγκαταφάγεται τὰ κύκλῳ τῶν βουτῶν πάντα», ΠΔ).