τείχισις
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
εως, ἡ,
A the work of walling, wallbuilding, Th.7.6, X.HG6.5.4.
German (Pape)
[Seite 1081] ἡ, Erbauung oder Aufführung einer Mauer, eines Befestigungswerkes; Thuc. 7, 6; Xen. Hell. 6, 5, 4; Luc. salt. 41.
Greek (Liddell-Scott)
τείχῐσις: -εως, ἡ, τὸ τειχίζειν, κτίσιμον τείχους, περιτείχισις, Θουκ. 7. 6, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 4.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
construction d’un rempart, d’un ouvrage de défense.
Étymologie: τειχίζω.
Greek Monotonic
τείχῐσις: ἡ (τειχίζω), εργασία περιτείχισης, η ίδια η περιτείχιση, σε Θουκ., Ξεν.