διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
[Seite 1149] αἱ, nom. plur. von θρίξ, Hom. u. A.
ῶν (αἱ) :pl. de θρίξ.
see θρίξ.