κατερυκτικός

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατερῡκτικός Medium diacritics: κατερυκτικός Low diacritics: κατερυκτικός Capitals: ΚΑΤΕΡΥΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kateryktikós Transliteration B: kateryktikos Transliteration C: kateryktikos Beta Code: kateruktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A restraining, inhibiting, PMag. Lond.121.450.

Greek Monolingual

κατερυκτικός, -ή, -όν (Α) κατερύκω
πάπ. αυτός που περιορίζει, που αναχαιτίζει, ανασχετικός.