φιληδής
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
English (LSJ)
ές,
A fond of pleasure, Arist.EN1157a33. II easily pleasing, τινι Sch.Pi.P.2.133.
German (Pape)
[Seite 1277] ές, das Süße, Angenehme, das Vergnügen liebend, Arist. eth. 8, 4.
Greek (Liddell-Scott)
φῐληδής: -ές, ὁ τὰ ἡδέα φιλῶν, ὁ ἀγαπῶν ἡδονάς, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 4, 4. ΙΙ. εὐάρεστος, ἀρεστός, εὐαρέστησιν ἐμποιῶν, εὐφραντικός, «οὐ γὰρ προσήκει σε κολακεύουσιν ἥδεσθαι· οἱ γὰρ τοιοῦτοι φιληδεῖς εἰσι παισί, τελείοις γε μὴν οὐκέτι» Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 2. 133.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui aime ou recherche le plaisir.
Étymologie: φίλος, ἡδύς.
Greek Monolingual
-ές, Α
φιλήδονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -ηδής (< ἧδος τὸ «ευχαρίστηση»), πρβλ. πολυ-ηδής].