χλωρότης

From LSJ
Revision as of 02:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλωρότης Medium diacritics: χλωρότης Low diacritics: χλωρότης Capitals: ΧΛΩΡΟΤΗΣ
Transliteration A: chlōrótēs Transliteration B: chlōrotēs Transliteration C: chlorotis Beta Code: xlwro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A greenness, ὕλης Plu.Flam.3; yellowness, χρυσίου LXX Ps.67(68).14; freshness, Sch.Opp.H.2.495.    II pale colour, of gold mixed with silver, Plu.2.952c; pallor, νοσώδης χ. ib.395c.

German (Pape)

[Seite 1361] ητος, ἡ, 1) das Grünsein od. Grünen, bes. von Pflanzen, ὕλης Plut. Flam. 3. – 2) die blasse Farbe, die Blässe, Hippocr. – 3) das frische Aussehen, die Jugendlichkeit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χλωρότης: -ητος, ἡ, ἡ τοῦ χλωροῦ ἰδιότης, τὸ πράσινον χρῶμα, τῶν φυτῶν Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 8, 1 (ἐν τῷ τύπῳ χλοερότης)· ὕλης Πλουτ. Φλαμ. 3, πρβλ. 9. 952C. ΙΙ. ὠχρότης, αὐτόθι 395D, Ἐβδ. (Ψαλμ. ΞΖ΄, 13).

French (Bailly abrégé)

ότητος (ὁ) :
1 couleur d’un vert pâle ; p. ext. couleur blême, pâleur;
2 verdeur, fraîcheur, vigueur.
Étymologie: χλωρός.

Greek Monotonic

χλωρότης: -ητος, ἡ, πρασινάδα, σε Πλούτ.