φορμίσκος
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
ὁ, = foreg., Pl.Ly.206e, EM798.51.
German (Pape)
[Seite 1300] ὁ, dim. von φορμός, Plat. Lys. 206 e.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
petite corbeille, petit panier.
Étymologie: dim. de φορμίς.
Greek Monolingual
ὁ, Α
υποκορ. του φορμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορμός «πλεκτό σκεύος, καλάθι» + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. ὀβελ-ίσκος)].