κιτρόχρους

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιτρόχρους Medium diacritics: κιτρόχρους Low diacritics: κιτρόχρους Capitals: ΚΙΤΡΟΧΡΟΥΣ
Transliteration A: kitróchrous Transliteration B: kitrochrous Transliteration C: kitrochrous Beta Code: kitro/xrous

English (LSJ)

ουν,

   A citron-coloured, Tz.H.9.630.

Greek Monolingual

κιτρόχρους, -ουν και -οος, -οον (Μ)
αυτός που έχει το χρώμα τών κίτρων, κιτρινόχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίτρον + -χρους (< χρώς), πρβλ. λευκό-χρους, φαιό-χρους].