κλήθρινος

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

η, ον,

   A of the alder, ξύλα Ath.Mech.17.15 (κλείθρ- codd.).

Greek Monolingual

κλήθρινος, -ίνη, -ον (Α) κλήθρα
αυτός που προέρχεται από το δέντρο κλήθρα («ξύλα κλήθρινα», Αθήν. Μηχ.).