κοπρηγός
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
English (LSJ)
όν,
A conveying dung, πλοῖον PLond.2.317.8 (ii A. D.): Subst. -ηγόν, τό, dung-cart, PFay. 119.33 (pl., 100 A. D.).
Greek Monolingual
κοπρηγός, -όν (Α)
1. πάπ. (για πλοίο) αυτό που μεταφέρει κόπρο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κοπρηγόν
άμαξα, κάρο για μεταφορά κόπρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. αρχ-ηγός, στρατ-ηγός].