κρυψόρχης

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυψόρχης Medium diacritics: κρυψόρχης Low diacritics: κρυψόρχης Capitals: ΚΡΥΨΟΡΧΗΣ
Transliteration A: krypsórchēs Transliteration B: krypsorchēs Transliteration C: krypsorchis Beta Code: kruyo/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A with undescended testicles, Sor.1.109.

Greek Monolingual

και κρύψορχις, ο (Α κρυψόρχης)
άτομο του οποίου οι όρχεις δεν έχουν κατέλθει στο όσχεο, αλλά παραμένουν μέσα στην κοιλιά ή στον βουβωνικό πόρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυψ- (πρβλ. -κρυψ-α αόρ. του κρύπτω) + -όρχης (< ὄρχις), πρβλ. α-όρχης, τρι-όρχης].