λείστριον

Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

τό,

   A = λίστριον, tool for smoothing stone, IG7.3073.119, al. (Lebadea).

Greek Monolingual

λείστριον και λίστριον, τὸ (Α)
εργαλείο για τη λείανση μαρμάρινων πλακών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος, κατά τα θερ-ίστριον, καπ-ίστριον].