ἀμφιετίδαι
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
οἱ, Com. name for stupid persons, Men.13D.
Greek Monolingual
ἀμφιετίδαι, οι (Α) ἀμφιετής
κωμική ονομασία για ανόητους ανθρώπους.