Μαργίτης
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
English (LSJ)
ου, ὁ, (μάργος) Margites, i. e.
A madman, hero of a mock-heroic poem of the same name, ascribed to Homer, Arist.Po.1448b30, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Μαργίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (μάργος), δηλ. μανικός, ἠλίθιος ἄνθρωπος, ἥρως κωμικοῦ τινος ἡρωϊκοῦ ποιήματος τὸ αὐτὸ ὄνομα φέροντος καὶ ἀποδιδομένου εἰς τὸν Ὅμηρον· - πρβλ. τὸ Γερμ. Tyll Eugenspiegel. Ὁ Ἀριστ., Ποιητ. 4, 10, ἔχει διασώσῃ τέσσαρας στίχους τοῦ ποιήματος τούτου, - συνήθως τυπουμένους μετὰ τῶν Ὁμηρικ. ἀποσπασμάτων ἐν τέλει τῆς Ὀδ. Πάντα τὰ περὶ αὐτοῦ γνωστὰ συνελέγησαν ὑπὸ τοῦ Falbe ἐν Margite Homerico, 1798. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Μαργείτης (οὕτω)· μωρός τις, ἢ μὴ εἰδὼς μῖξιν γυναικός, κἂν γυνὴ προτρέπηται αὐτόν», καὶ «Μαργίτης (διὰ τοῦ ι)· μωρός τις μαινόμενος».