μαρυκάομαι
From LSJ
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht
English (LSJ)
μᾱρυκ-ισμός, Dor. for μηρυκ-. μᾱρύομαι, Dor. for μηρύομαι.
German (Pape)
[Seite 97] u. μαρύκημα, τό, μαρύομαι, dor. = μηρυκάομαι u. μηρύκημα, μηρύομαι.