μεταξωτός

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid

Menander, Monostichoi, 58
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταξωτός Medium diacritics: μεταξωτός Low diacritics: μεταξωτός Capitals: ΜΕΤΑΞΩΤΟΣ
Transliteration A: metaxōtós Transliteration B: metaxōtos Transliteration C: metaksotos Beta Code: metacwto/s

English (LSJ)

ή, όν, (μέταξα)

   A of silk, ὕφασμα Hdn.Epim.125.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ μεταξωτός, -ή, -όν) μέταξα
1. αυτός που είναι κατασκευασμένος από μετάξι, ο μετάξινος ή μεταξένιος («μεταξωτό μαντίλι»
2. το ουδ. ως ουσ. το μεταξωτό(ν)
ύφασμα ή ένδυμα από μετάξι («τόσο πολύ τήν αγαπάει που τήν έντυσε στα μεταξωτά»)
νεοελλ.
1. μτφ. α) απαλός, τρυφερός, λείος
β) φιλάσθενος, μη μού άπτου
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μεταξωτά
μτφ. το χακί, η στολή του στρατιωτικού.