μετοπωρινός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν (later μεθοπωρινός (q. v.)),
A autumnal, νύκτες Th.7.87; ὁ μ. χρόνος X.Oec.17.2; ἄμεινον τὸ μ. μέλι Arist.HA 553b27; μ. ἰσημερία Id.Mete.364b2, cf. Hp.Aër.11; μ. τροπαί Adam. Vent.41: neut.as Adv., μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Hes.Op.415.
German (Pape)
[Seite 162] im Spätherbst; ὀμβρεῖν, Hes. O. 417; Thuc. 7, 87; ὕδατα, Ath. II, 62.