ξανθόλευκος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A pale yellow, Gal.17(1).835.
Greek Monolingual
ξανθόλευκος, -ον (Α)
αυτός που έχει απαλό κίτρινο χρώμα το οποίο αποκλίνει προς το λευκό, ωχρόλευκος.
Full diacritics: ξανθόλευκος | Medium diacritics: ξανθόλευκος | Low diacritics: ξανθόλευκος | Capitals: ΞΑΝΘΟΛΕΥΚΟΣ |
Transliteration A: xanthóleukos | Transliteration B: xantholeukos | Transliteration C: ksantholefkos | Beta Code: canqo/leukos |
ον,
A pale yellow, Gal.17(1).835.
ξανθόλευκος, -ον (Α)
αυτός που έχει απαλό κίτρινο χρώμα το οποίο αποκλίνει προς το λευκό, ωχρόλευκος.