ὀβολίσκος

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀβολίσκος Medium diacritics: ὀβολίσκος Low diacritics: οβολίσκος Capitals: ΟΒΟΛΙΣΚΟΣ
Transliteration A: obolískos Transliteration B: oboliskos Transliteration C: ovoliskos Beta Code: o)boli/skos

English (LSJ)

ὁ, perh.

   A = ὀβελίσκος IV, PSI6.698.16 (iv A. D.).    II part of a ship's tackle, PLond.3.1164hII (iii A. D.).

Greek Monolingual

ὀβολίσκος, ὁ (Α)
1. πιθ. οβελίσκος, οχετός για αποχέτευση υδάτων
2. μέρος τών ξαρτιών του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελίσκος, με αφομοιωτική τροπή του -ε- σε -ο- (πρβλ. οβελός: οβολός)].