μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Full diacritics: ὀμιχλαίνω | Medium diacritics: ὀμιχλαίνω | Low diacritics: ομιχλαίνω | Capitals: ΟΜΙΧΛΑΙΝΩ |
Transliteration A: omichlaínō | Transliteration B: omichlainō | Transliteration C: omichlaino | Beta Code: o)mixlai/nw |
A become dark, opp. λευκαίνω, Lyd.Mens.4.76.
ὀμιχλαίνω και ὁμιχλαίνω (Α) ομίχλη
γίνομαι ομιχλώδης, σκοτεινός.