ὄμμα
Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each
English (LSJ)
Aeol. ὄππα Sapph.2.11 : τό :—
A eye, poet. word, rare in Prose (Th.2.11, Pl.Ti.45c, al., X.Cyr.8.7.26, Mem.1.4.6, al., Thphr.Sens. 50, al., Polystr.Herc.346p.81V., BGU713.9 (i A.D.), IG42(1).121.121 (Epid.)) : Hom. and Hes. only use pl., κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας Il.3.217 ; ὕπνον ἐπ' ὄμμασι χεῦε Od.5.492, etc. : sg. in Pi.N.10.63 and Trag. (v. infr.) :—Phrases : ὀρθοῖς ὄμμασιν ὁρᾶν τινα look straight at, S.OT1385 ; ἀναβλέψαι ὀρθ. ὄμμ. X.HG7.1.30 ; ἐξ ὀμμάτων ὀρθῶν S.OT528 ; also οὐκ οἶδ' ὄμμασιν ποίοις βλέπων πατέρα ποτ' ἂν προσεῖδον how I could have looked him in the face, ib.1371, cf. Aeschin.3.121 ; ὁρᾶν τινα ἐν ὄμμασι S.Tr.241 ; ποῖον ὄ. πατρὶ δηλώσω ; Id.Aj.462 ; τέοισί με χρὴ ὄμμασι . . φαίνεσθαι; Hdt.1.37 ; λαμπρὸς ὄμματι radiant in look or expression, S.OT81 ; ἄλλοσ' ὄ. θἀτέρᾳ δὲ νοῦν ἔχειν Id.Tr.272 ; προσέσχον ὄ. turned their eyes on him, E.HF931 ; ἐς σὸν ἐλθεῖν ὄ. come within sight of thee, Id.Heracl. 887 ; κατ' ὄμματα before one's eyes, S.Ant.760 ; κατ' ὄμμα ἐλθεῖν face to face, E.Andr.1064 ; κατ' ὄμμα στῆναι in full sight, openly, ib.1117 ; opp. νύκτωρ, Id.Ba.469 ; κρατιστεύων κατ' ὄμμα in eye-sight, of the Sun, S.Tr.102 (lyr.) (but λαμπρὰ καὶ κατ' ὄμμα καὶ φύσιν is dub. in 379) ; πρευμενοῦς ἀπ' ὄμματος ἰδέσθαι look kindly on, A.Supp.210 ; πεύθομαι δ' ἀπ' ὀμμάτων νόστον Id.Ag.988(lyr.) ; ὡς ἀπ' ὀμμάτων to judge by the eye, S.OC15, cf. E.Med.216 ; ἐν ὄμμασι before one's eyes, A.Pers.604 ; ἐν τοῖς ὄ. Th.2.11 ; ἐπ' ὀμμάτων E. Supp.1153 (lyr.) ; so παρ' ὄμμα, εἰ δ' ἦν παρ' ὄμμα θάνατος ib.484 ; ἐξ ὀμμάτων out of sight, Id.IA743 ; ἄπειμ' ἐξ ὀ. Phryn.Trag.21 ; πρὸ ὀμμάτων τίθεσθαι, ποιεῖν, Arist.Po.1455a23, Rh.1386a34 ; πρὸ ὀ. θέσις Polystr.l.c. 2 metaph., τὸ τῆς ψυχῆς ὄ. Pl.R.533d, Iamb.Protr. 21.κδ'. II the eye of heaven, i.e. the sun, ὄ. αἰθέρος Ar.Nu.285, cf. E.IT194 (anap.) ; but ὄ. νυκτός is a periphrasis for night (v. infr. v), ἕως . . νυκτὸς ὄμμ' ἀφείλετο (sc. τὴν μάχην) A.Pers.428 ; ὅταν δὲ νυκτὸς ὄ. λυγαίας μόλῃ the dark night, E.IT110 ; νυκτὸς ὄ. τῆς μελαμπέπλου Alex.89 ; cf. ὀφθαλμός 111, βλέφαρον 11. III generally, light : hence, metaph., that which brings light, ὄμμα ξείνοισι a light to strangers, Pi.P.5.56 ; ὄ. δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν A.Pers. 169 ; ἄελπτον ὄμμ' ἐμοὶ φήμης ἀνασχὸν τῆσδε S.Tr.203. 2 metaph., anything dear or precious, as the apple of an eye, ὄ. γὰρ πάσης χθονὸς . . ἐξίκοιτ' ἄν A.Eu.1025. IV face or human form, ὦ δυσθέατον ὄ. S.Aj.1004 ; ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ ξύνηθες ὄ. Id.El.903 ; τὸ ἐρωτικὸν ὄ. Pl.Phdr.253e : as periphr. of the person, ὄ. πελείας, = πελεία, S.Aj. 140 (anap.) ; ὄ. νύμφας, = νύμφα, Id.Tr.527 (lyr.) ; ξύναιμον ὄ., = ξυναίμων, Id.Aj.977 ; ὦ ταυρόμορφον ὄ. Κηφισοῦ, = ὦ ταυρόμορφε Κηφισέ, E.Ion 1261 ; v. supr. 11 and cf. ὄνομα IV. V ὄ. τυκτόν eye-hole in a helmet, Nonn.D.22.62.