ὀρθόω
Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um
English (LSJ)
A set straight, 1 in height, set upright, set up one fallen or lying down, raise up, τὸν δ' αἶψ' ὤρθωσεν Ἀπόλλων Il.7.272 ; χερσὶ λαβὼν ὤρθωσε 23.695, v. infr. 11.1 ; ὀρθοῦν κάρα, πρόσωπον, E.Hipp. 198 (anap.), Alc.388 (so in Med., οὔατα ὀρθώσασθαι Q.S.4.511) ; of buildings, raise up, rebuild, E.Tr.1161 ; πολὺ τοῦ τείχους X.HG4.8.10: generally, build, raise, Ζηνὸς ὀρθῶσαι βρέτας τρόπαιον E.Ph.1250; ἔρυμα λίθοις καὶ ξύλοις Th.6.66:—Pass., to be set upright, ἕζετο δ' ὀρθωθείς he sat upright, Il.2.42, etc.; ὀρθωθεὶς δ' ἄρ' ἐπ' ἀγκῶνος 10.80 ; ὠρθοῦθ' ὁ τλήμων ὀρθὸς ἐξ ὀρθῶν δίφρων S.El.742 ; ὀρθούμενοι ἐξιέναι X.Cyr. 8.8.10, cf. 1.3.10 ; simply, rise from one's seat, stand up, A.Eu.708, S. Ph.820 ; rise up, ὀρθωθεὶς εὐνῆθεν A.R.2.197. 2 in direction, make straight, τὰ διεστραμμένα τῶν ξύλων Arist.EN1109b7, cf. X.Mem.3.10.15 ; ὀρθώσατ' ἐκτείνοντες ἄθλιον νέκυν E.Hipp.786 :—Pass., ἢν τόδ' ὀρθωθῇ βέλος if this dart go straight, S.Ph.1299 ; παρὰ στάθμην . . ὀρθοῦται κανών Id.Fr.474. II metaph. (from signf. 1.1) raise up, restore to health or happiness, ἐκ κακῶν ἄνδρας ὀρθοῦσιν . . κειμένους Archil.56.2 ; ψυχῆς τελεότης σκήνεος μοχθηρίην ὀρθοῖ Democr.187 ; ὧδε ποιήσας ὀρθώσεις σεωυτόν Hdt.3.122, cf. A.Th.229 (lyr.), S.OC394, etc.; ὀ. βίον Id.OT39 ; ὀ. ὕμνον raise it as a monument of glory, Pi.O.3.3, cf. I.1.46 ; also, exalt, honour, Σικελίαν, οἶκον, Id.N.1.15, I.6(5).65 ; make famous, Id.P.4.60, cf. Pl.La.181a ; ὀρθοῦν τὸν ὑπτιάζοντα λόγον restore it to vigour, Hermog.Id.2.1. 2 (from signf. 1.2) guide aright, γνώμην A.Ag.1475 (lyr.) ; πόλλ' ἁμαρτὼν οὐδὲν ὤρθωσας φρενί Id.Supp.915 ; ὀ. ἀγῶνας, ξυμφοράς, bring them to a happy end, Id.Ch.584, Eu.897 ; τὰ . . πόλεος θεοὶ . . σείσαντες ὤρθωσαν πάλιν S.Ant.163 ; τύχη τέχνην ὤρθωσεν Men.Mon.495, cf. 625 :—Pass., of actions or persons acting, succeed, prosper, ἢν ἡ διάβασις μὴ ὀρθωθῇ Hdt.1.208; στρατηγὸς πλεῖστ' ἂν ὀρθοῖτο Th.3.30, cf. 42 ; ὀρθοῦνται τὰ πλείω ib.37 ; τὸ -ούμενον success, Id.4.18 ; of persons and places, to be safe and happy, flourish, S. Ant.675, Antipho 5.7, Th.2.60 ; of words and opinions, to be right, be true, οὕτως ὀρθοῖτ' ἂν ὁ λόγος Hdt.7.103 ; ὀρθοῦσθαι γνώμην E.Hipp. 247 (anap.); ἐν ἀγγέλῳ γὰρ κρυπτὸς ὀρθοῦται λόγος it lies with the messenger to set right a secret message, A.Ch.773 (κυπτὸς v. l. ap. Sch.Il.15.207, i. e. to straighten a crooked message). 3 Pass., ὀρθουμένων if all goes well, A.Eu.772. III intr., use the nominative case (opp. πλαγιάζω), Hermog.Id.1.3,9.
German (Pape)
[Seite 376] 1) grade in die Höhe richten, aufrichten; den Gefallenen, τὸν δ' αἶψ' ὤρθωσεν Ἀπόλλων, Il. 7, 272; emporrichten, ὀρθωθεὶς δ' ἄρ' ἐπ' ἀγκῶνος, 10, 80; ἕζετο δ' ὀρθωθείς, 2, 42. 23, 235; übertr. ὕμνον, Pind. Ol. 3, 3; πολλάκι δ' ἐν κακοῖσιν τὸν ἀμήχανον ὀρθοῖ, Aesch. Spt. 211; οἶκον, Eum. 721; med. ὀρθοῦσθαι, sich aufrichten, erheben, 678; ὠρθοῦθ' ὁ τλήμων ὀρθὸς ἐξ ὀρθῶν δίφρων, Soph. El. 732; ὀρθοῦτε κάρα, Eur. Hipp. 198; πρόσωπον, Alc. 389; – übtr. aufrecht erhalten, zu Macht, Ansehen, Ehren bringen, Σικελίαν, Pind. N. 1, 15; ὀρθώσαντες οἶκον, I. 5, 61, vgl. P. 4, 60; αὐτοῦ ὀρθώσαις ἀρετάν, verherrlichend, I. 3, 56; τῷ γὰρ σέβοντι συμφορὰς ὀρθώσομεν, wir werden sein Geschick erhöhen, Aesch. Eum. 857; νομίζει θ' ἧμιν ὀρθῶσαι βίον, Soph. O. R. 39; Ggstz von ὄλλυμι, O. C. 395; von πίπτειν, 396; πόλιν, Ant. 167; vgl. μὴ Τροίαν ποτὲ πεσοῦσαν ὀρθώσειεν, Eur. Troad. 1161; ὀρθώσεις σεαυτόν, Her. 5, 222; ὀρθοῖ πᾶν τὸ σῶμα, Plat. Tim. 90 b; τὴν πατρίδα, Lach. 181 b; ὀρθοῦσθαι, gradestehen, Xen. Cyr. 1, 3, 10; σῶμα ὀρθούμενον, im Ggstz von κυρτούμενον, Mem. 3, 10, 15; – einrichten, einsetzen, ἀγῶνας, Aesch. Ch. 577; Ζηνὸς ὀρθῶσαι βρέτας, Eur. Phoen. 1256; ἔρυμα, errichten, Thuc. 6, 66. – 2) in gerade Richtung bringen, grade machen; οἱ τὰ διεστραμμένα ξύλα ὀρθοῦντες, Arist. eth. 2, 8; richtig machen, νῦν δ' ὤρθωσας στόματος γνώμην, du sprachst einen wahren Spruch, Aesch. Ag. 1454; οὐδὲν ὤρθωσας φρενί, Suppl. 893; pass., Eum. 742, ἐν ἀγγέλῳ γὰρ κρυπτὸς ὀρθοῦται λόγος, ist richtig angebracht, Ch. 762; ἢν τόδ' ὀρθωθῇ βέλος, Soph. Phil. 1283, wenn es grade geht, nicht fehlt; ὀρθοῦσθαι γνώμαν, Eur. Hipp. 247; οὕτω ὀρθοῖτ' ἂν ὁ λόγος, so möchte die Rede richtig sein, Her. 7, 103; ὁ στρατηγὸς πλεῖστ' ἂν ὀρθοῖτο, Thuc. 3, 30, vgl. 3, 42. 6, 9; in späterer Prosa, wie κατορθόω, πάλιν ὠρθώθη τὰ πράγματα, Pol. 29, 11, 12; ἁμαρτίαν, Arr. Cyn. 26, 4; – τὸ ὀρθούμενον, der glückliche Erfolg, Thuc. 4, 18; vgl. ἢν ἡ διάβασις μὴ ὀρθωθῇ, Her. 1, 208.